Έντερο «Δεύτερος εγκέφαλος»
Η έννοια του εντέρου ως «δεύτερος εγκέφαλος» αναφέρεται στην ιδέα ότι το πεπτικό σύστημα, και ειδικότερα το έντερο, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην πέψη και την απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών, αλλά και στη ρύθμιση του νευρικού συστήματος και της ψυχικής υγείας.
Το έντερο περιέχει ένα μεγάλο αριθμό βακτηρίων και άλλων μικρο-οργανισμών που αποτελούν το μικροβίωμα του εντέρου. Αυτό το μικροβίωμα έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει σημαντικά τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και τη νευρική δραστηριότητα μέσω του άξονα του εντέρου-εγκεφάλου.
Η έρευνα έχει δείξει ότι η συνθετική δράση του μικροβιώματος μπορεί να επηρεάσει την παραγωγή νευρομεσογονιδίων, ουσιών που επηρεάζουν τη διάθεση και τη συμπεριφορά. Επιπλέον, οι διαταραχές στην κατάσταση του εντέρου έχουν συσχετιστεί με διάφορες νευρολογικές και ψυχιατρικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια.
Συνεπώς, η έννοια του “εντέρου ως δεύτερος εγκέφαλος” υπογραμμίζει τη σημασία της υγείας του εντέρου για την ψυχική και σωματική μας ευεξία.
H βιοχημική ισορροπία και η υγεία της χλωρίδας του εντέρου είναι καθοριστικός παράγον για το σύνολο του ανθρώπινου οργανισμού.
Οι κυριότερες παθήσεις του εντέρου
Η δυσβίωση μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες και να έχει διάφορες αιτίες, συμπεριλαμβανομένων προβλημάτων από το πεπτικό σύστημα, διαταραχών στην απορρόφηση θρεπτικών ουσιών, αλλεργικών αντιδράσεων σε τρόφιμα, νοσημάτων ή παθήσεων, ψυχολογικών προβλημάτων και άλλων. Για τη διάγνωση της δυσβίωσης ή των σχετικών προβλημάτων, μπορεί να απαιτούνται διάφορες εξετάσεις.
Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
- Αιματολογικές εξετάσεις: Περιλαμβάνουν μετρήσεις των επιπέδων των βιταμινών και μετάλλων, όπως σίδηρος, βιταμίνη B12, φολικό οξύ και άλλα, που μπορεί να επηρεάζουν την υγεία του πεπτικού συστήματος και την απορρόφηση θρεπτικών ουσιών
- Εξετάσεις αποικιοκαλλιέργειας κοπράνων: Αυτές οι εξετάσεις μπορούν να βοηθήσουν στην αξιολόγηση της υγείας του μικροβιώματος του εντέρου και της πιθανής παρουσίας βακτηριακής υπεραύξησης ή άλλων προβλημάτων
- Εξετάσεις για αλλεργίες σε τρόφιμα: Αυτές οι εξετάσεις μπορούν να βοηθήσουν στην ανίχνευση πιθανών αλλεργικών αντιδράσεων που ενδέχεται να επηρεάζουν την πέψη και την απορρόφηση των τροφίμων
- Στοματοσκόπηση και εξετάσεις εισροής: Αυτές οι εξετάσεις μπορούν να αξιολογήσουν την κατάσταση του πεπτικού συστήματος και να εντοπίσουν πιθανά προβλήματα, όπως ελκώδη εντερίτιδα, ελκώδες έκζεμα ή άλλες παθήσεις
- Ψυχολογική αξιολόγηση: Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ψυχολογικοί παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία του πεπτικού συστήματος, και επομένως, η ψυχολογική αξιολόγηση μπορεί να είναι σημαντική
Το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου (IBS), το οποίο είναι μια διαταραχή του πεπτικού συστήματος που σχετίζεται με συχνή διάρροια, διάρκεια και αδιαθεσία, χωρίς όμως να υπάρχει εμφανής φυσική βλάβη.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες εξετάσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάγνωση του IBS, αφού δεν υπάρχει συγκεκριμένο βιοχημικό ή εικονικό τεστ που να επιβεβαιώνει τη διάγνωση. Ωστόσο, οι γιατροί ενδέχεται να προβούν σε διάφορες εξετάσεις για να αποκλείσουν άλλες πιθανές αιτίες των συμπτωμάτων, καθώς και για να βεβαιωθούν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ενός πιο σοβαρού προβλήματος.
Ορισμένες εξετάσεις που μπορεί να προταθούν στους ασθενείς με ύποπτο IBS περιλαμβάνουν:
- Αίματος και αναλύσεις κοπράνων: Αυτές οι εξετάσεις μπορούν να αποκλείσουν την ύπαρξη αιμορραγιών ή άλλων προβλημάτων υγείας στο πεπτικό σύστημα.
- Εξετάσεις αποικιοκαλλιέργειας κοπράνων: Αυτές οι εξετάσεις μπορούν να δείξουν την ύπαρξη εντερικών μικροβίων ή παθογόνων βακτηριδίων που ενδέχεται να σχετίζονται με τα συμπτώματα.
- Στοματοσκόπηση και εξετάσεις εισροής: Αυτές οι εξετάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αξιολογηθεί η κατάσταση του πεπτικού συστήματος
- Διαρρέον έντερο (Celiac disease, CD) μπορεί να γίνει με διάφορες εξετάσεις, συμπεριλαμβανομένων των παρακάτω:
Αιματολογικές εξετάσεις:
- Αντισώματα για την ανοσοσφαιρίνη Α (IgA) του ανοσοσφαιρίνης τις ενδομυσίνης των λειτουργικών ιστών (tTG-IgA): Αυτά τα αντισώματα είναι συχνά υψηλά στα άτομα με CD.
- Αντισώματα των ενδομυκίνων του λειτουργικού ιστού (EMA): Αυτά τα αντισώματα είναι επίσης συνδεδεμένα με το CD.
Βιοψία του εντέρου:
Η βιοψία του εντέρου είναι η κλασική διαδικασία για τη διάγνωση του CD. Κατά τη διαδικασία αυτή, λαμβάνεται ένα δείγμα ιστού από τον εντερικό τοιχώματος για να αναλυθεί υπό μικροσκόπιο και να ελεγχθεί για τυπικές αλλαγές που σχετίζονται με το CD.
Γενετική δοκιμή:
Τα άτομα με CD συνήθως έχουν ορισμένα γονίδια που είναι συσχετισμένα με τη νόσο, όπως το HLA-DQ2 και το HLA-DQ8. Η γενετική δοκιμή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξαιρεθεί η CD σε περιπτώσεις αρνητικών αιματολογικών εξετάσεων ή για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση σε περιπτώσεις με ύποπτα αιματολογικά αποτελέσματα.
Η σπαστική κολίτιδα, γνωστή επίσης ως εμμηνοπαυσιακή κολίτιδα ή IBS (Irritable Bowel Syndrome), είναι μια χρόνια λειτουργική διαταραχή του εντέρου που επηρεάζει τη λειτουργία του εντέρου και προκαλεί διάφορα συμπτώματα, όπως πόνο στην κοιλιά, το φαινόμενο της διαρροής ή του παγωμένου καλουπιού, και τη διαταραχή της διαπερατότητας του εντέρου. Οι ακριβείς αιτίες της σπαστικής κολίτιδας δεν είναι πλήρως γνωστές, αλλά πιστεύεται ότι συμβάλλουν σε αυτήν οι γενετικοί, περιβαλλοντικοί και ψυχολογικοί παράγοντες.
Για τη διάγνωση της σπαστικής κολίτιδας, ο γιατρός μπορεί να βασιστεί στα συμπτώματα που αναφέρει ο ασθενής και να εκτελέσει κλινικές εξετάσεις, όπως αίματος, κοπράνων και ενδοσκοπήσεις, για να εξαιρέσει άλλες πιθανές παθήσεις του εντέρου, όπως η φλεγμονώδη κολίτιδα ή η νόσος Crohn.
Η αντιμετώπιση της σπαστικής κολίτιδας συνήθως περιλαμβάνει διατροφικές αλλαγές, ψυχοθεραπεία, και φαρμακευτική αγωγή για την ανακούφιση των συμπτωμάτων, όπως πόνος και διαταραχή των κινήσεων του εντέρου. Σε κάποιες περιπτώσεις, η θεραπεία μπορεί να εστιάσει σε στρατηγικές διαχείρισης του στρες και της άγχος, καθώς αυτοί οι παράγοντες μπορεί να επιδεινώνουν τα συμπτώματα. Είναι σημαντικό να εργαστείτε σε συνεργασία με τον γιατρό σας για να βρείτε την καλύτερη δυνατή διαχείριση της κατάστασής σας.
Το νόσημα Crohn είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος του εντέρου που μπορεί να επηρεάσει οποιοδήποτε μέρος του γαστρεντερικού συστήματος, από το στόμαχο έως το πρωκτικό έντερο. Προκαλεί φλεγμονή, ελκώδεις βλάβες και συχνά συμπτώματα όπως κοιλιακός πόνος, διάρροια, εμετός, απώλεια βάρους και αδυναμία.
Οι εξετάσεις που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση του νοσήματος Crohn μπορεί να περιλαμβάνουν:
Αίματος: Αναζήτηση ανωμαλιών στα επίπεδα φλεγμονώδων δείκτη, όπως η C-αντιδρώντα πρωτεΐνη (CRP) και η ανωμαλία του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων.
Αποτελέσματα των εξετάσεων κοπράνων: Η αναζήτηση κοπράνων για αίμα, λευκών αιμοσφαιρίων και καλπάνθης μπορεί να υποδείξει φλεγμονή ή άλλες ενδεχόμενες ανωμαλίες.
Ενδοσκοπία: Αυτή η εξέταση επιτρέπει στο γιατρό να εξετάσει το εσωτερικό του εντέρου με έναν ευέλικτο σωλήνα που ονομάζεται ενδοσκόπιο. Κατά τη διάρκεια της ενδοσκοπίας, μπορεί να ληφθούν δείγματα ιστού για βιοψία.
Υπερηχογραφία ή άλλες εικονικές μεθόδους: Αυτές οι μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αξιολογήσουν την κατάσταση του εντέρου και να εντοπίσουν ενδεχόμενες ανωμαλίες.
Η θεραπεία του νοσήματος Crohn συνήθως περιλαμβάνει φαρμακευτική θεραπεία για την ελάττωση των φλεγμονώδων ενεργοποιήσεων και τη διατήρηση της αντιφλεγμονώδους κατάστασης, καθώς και διατροφικές αλλαγές και άλλες μη φαρμακευτικές προσεγγίσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να απαιτείται χειρουργική επέμβαση. Είναι σημαντικό να συζητήσετε τις επιλογές θεραπείας με τον γιατρό σας, καθώς κάθε περίπτωση μπορεί να απαιτεί ένα ξεχωριστό προσαρμοσμένο πρόγραμμα θεραπείας.
Dr Κωνσταντίνος Τέμπος MDΡευματολόγος - Παιδορευματολόγος
Ολιστικός Ιατρός
Τέμπος Κ.
Dr Κωνσταντίνος Τέμπος MD Ρευματολόγος - Παιδορευματολόγος Ολιστικός Ιατρός

