Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι μια χρόνια αυτοάνοση νόσος που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον σπονδυλικό μυελό. Στη σκλήρυνση κατά πλάκας, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται κατά της μυελίνης, το φυσικό περίβλημα που περιβάλλει τα νευρικά νήματα, προκαλώντας φλεγμονή και καταστροφή της μυελίνης. Αυτό οδηγεί σε εμφάνιση κηλίδων δημιουργώντας παθολογικές περιοχές που ονομάζονται «πλάκες».
Παγκοσμίως νοσούν πάνω από 2.5 εκατομμύρια άνθρωποι από τους οποίους 600.000 καταγράφονται στην Ευρώπη. Η σκλήρυνση κατά πλάκας μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ωστόσο εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα μεταξύ 20 και 40 ετών, ενώ οι γυναίκες παρουσιάζουν διπλάσια πιθανότητα προσβολής σε σχέση με τους άντρες.
Συμπτώματα σκλήρυνσης κατά πλάκας
Τα συμπτώματα της νόσου είναι πολύπλοκα και ποικίλα και εξαρτώνται από τον τόπο και τη σοβαρότητα των φλεγμονών. Μερικά από τα συνηθισμένα συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσλειτουργία της όρασης, δυσκινησία, αισθητικές αλλαγές, κούραση και δυσκολίες στη συγκέντρωση.
Αντιμετώπιση σκλήρυνσης κατά πλάκας
Η θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας συνήθως στοχεύει στη μείωση των συμπτωμάτων και στην καθυστέρηση της προόδου της νόσου.
Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει φαρμακευτική θεραπεία για την μείωση της φλεγμονής και την διαχείριση των συμπτωμάτων καθώς και την αποκατάσταση της λειτουργικότητας, με στόχο την βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Επιπλέον, η φυσικοθεραπεία και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής επίσης μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Μορφές της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας
1) Η υποτροπιάζουσα (85% των περιπτώσεων) , όπου οι υποτροπές αρχικά µπορεί να είναι αραιές ενώ στην πορεία, συνήθως μετά από 7 µε 15 χρόνια, αρχίζουν και πυκνώνουν.
2) Η δευτεροπαθής προϊούσα όπου, ενώ στην αρχή η νόσος εμφανίζεται µε υποτροπιάζουσα μορφή, στην πορεία οι υποτροπές αρχίζουν να πυκνώνουν και σε ένα ποσοστό περίπου 65 %, εξελίσσεται σε προϊούσα.
3) Η πρωτοπαθής προϊούσα (10%) που είναι και η πιο δραµατική µορφή της πάθησης, όπου το άτομο ποτέ δεν ανακάμπτει, και η βαρύτητα της νόσου συνεχώς επιδεινώνεται.
4) Η προϊούσα µε υποτροπές όπου η νόσος ενώ εξελίσσεται προοδευτικά, στην πορεία μπορεί να εμφανιστούν και κάποιες αραιές υποτροπές. Βέβαια τα τελευταία χρόνια μετά την μεγάλη εξέλιξη της τεχνολογίας και κυρίως της μαγνητικής τομογραφίας, αναγνωρίζεται σύμφωνα µε κλινικά και εργαστηριακά κριτήρια ένα προκλινικό στάδιο της πάθησης που αναφέρεται σαν κλινικά εντοπισμένο σύνδρομο (ΚΕΣ).
Σύμφωνα µε σύγχρονες απόψεις που προκύπτουν από άμεσα ιστολογικά και έμμεσα νευροαπεικονιστικά στοιχεία, γίνεται σαφές ότι η νόσος προσβάλλει επίσης τους νευράξονες και τους νευρώνες, εμφανίζει δηλαδή σημαντική ετερογένεια. Είναι εντυπωσιακό ότι, όπως προκύπτει από διάφορες μελέτες, σε ασθενείς µε Σ.Κ.Π ελαττώνεται η πυκνότητα και ο όγκος των νευραξόνων όχι µόνο εντός της πλάκας αλλά και σε ιστό του ΚΝΣ με φυσιολογική εμφάνιση.
Η απώλεια ή η σμίκρυνση των νευραξόνων αποτελεί σημαντικό παράγοντα που συμβάλλει στην απώλεια του όγκου του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού (ατροφία). Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι σε ασθενείς µε Σ.Κ.Π, η ατροφία του ΚΝΣ παρατηρείται πολύ νωρίς, πολλές φορές μάλιστα ακόμη και κατά την εμφάνιση του πρώτου κλινικού επεισοδίου (κλινικά εντοπισμένο σύνδρομο). Τέλος, πρόσφατες μελέτες αναφέρονται στην ύπαρξη ανοσοπαθολογικής ετερογένειας.
Στη σκλήρυνση κατά πλάκας σημαντική συμβολή έχουν κάποιοι παράγοντες όπως:
- το περιβάλλον και η εθνικότητα (γεωγραφικό πλάτος, κλίμα, τοξικοί παράγοντες, χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D)
- η έκθεση σε μολυσματικούς παράγοντες (ιοί, βακτήρια) κυρίως τα πρώτα χρόνια της ζωής
- η γενετική προδιάθεση (ωστόσο δε σημαίνει ότι είναι κληρονομικό νόσημα)
Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις αυτοάνοσων μηχανισμών στη πρόκληση και εξέλιξη της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Φαίνεται δηλαδή ότι, διάφοροι γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες (π.χ. ιοί, μικρόβια, κ.ά.) ενεργοποιούν στην περιφέρεια αυτοαντιδρώντα Τ-λεμφοκύτταρα που, επαγόμενα από διάφορες επιφανειακές πρωτεΐνες (ιντεγκρίνες, σελεκτίνες και άλλα µόρια προσκόλλησης) διαπερνούν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και εισέρχονται στο ΚΝΣ.
Εκεί, ενεργοποιημένοι υποπληθυσµoί Τ βοηθητικών λεμφοκυττάρων παράγουν διάφορες κυτταροκίνες που ρυθμίζουν περαιτέρω την ανοσολογική αντίδραση. Αναγνωρίζονται δύο τέτοιοι υποπληθυσμοί λεμφοκυττάρων, τα Th1 που παράγουν προφλεγμονώδεις (IL-2,INF-γ TNF-α) και τα Th2 που παράγουν αντιφλεγμονώδεις κυτταροκίνες (IL-4, ΙL-5, IL-6,IL- 10, IL-13).
Επιπλέον, η ανάλυση των απομυελινωτικών πλακών, που ως γνωστόν είναι το χαρακτηριστικό παθολογοανατομικό υπόστρωμα της νόσου, δείχνει ότι υπάρχουν φλεγμονώδεις εστίες από κυρίως Τ και λιγότερα Β λεμφοκύτταρα, πλασματοκύτταρα και μεγάλο αριθμό μακροφάγων και μικρογλοιακών κυττάρων.
Θεραπείες για την σκλήρυνση κατά πλάκας
Οι έως τώρα συμβατικές θεραπείες δεν είναι αποτελεσματικές για την καταπολέμηση των αιτιών της Σ.Κ.Π.
Τα θεραπευτικά σχήματα που εφαρμόζονται στην κλασσική Ιατρική βασίζονται στη μείωση της βαρύτητας των συμπτωμάτων της νόσου ή και στην επιβράδυνση της εξέλιξής της. Επίσης η συνεχής και μακροχρόνια χορήγηση χημικών σκευασμάτων οδηγεί σε ανεπιθύμητες παρενέργειες.
Η πολυπλοκότητα καθώς και η φύση των αυτοάνοσων νοσημάτων, τα οποία υποβαθμίζουν τη ποιότητα ζωής των ασθενών και ταλαιπωρούν εκατομμύρια ανθρώπους, πρέπει να είναι ολιστική.
Ο θεράπων ιατρός πρέπει να διαθέτει στη «φαρέτρα» του το φάσμα όλων των εξατομικευμένων εξετάσεων που απαιτούνται, πλήρες επιγενετικό ιστορικό και οικογενειακό αναμνηστικό ιστορικό. Επίσης πρέπει να μπορεί να προσεγγίζει τον πάσχοντα σε σχέση με την ψυχολογία του, αλλά και τον συνολικό τρόπο ζωής του.
Οι τυπικές θεραπείες των αυτοάνοσων νοσημάτων περιλαμβάνουν την χρήση αντιφλεγμονωδών ανοσοκατασταλτικών ή κορτικοστεροειδών φάρμακων.
Οι ασθενείς είναι αναγκασμένοι να παίρνουν φάρμακα εφ όρου ζωής για να καταπολεμήσουν τα συμπτώματα των νοσημάτων τους και όχι τα αίτια που τα προκαλούν.
Μια ολιστική θεραπευτική προσέγγιση περιλαμβάνει : θεραπείες που εστιάζουν στα αίτια των νοσημάτων, στους λόγους δηλαδή που τα έχουν προκαλέσει, με στόχο όχι απλά την καταπολέμηση των συμπτωμάτων, αλλά την ουσιαστική βελτίωση στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Οι θεραπείες αυτές περιλαμβάνουν φυσικές ή φυτικές φαρμακευτικές ουσίες, αλλαγή στον τρόπο ζωής, στο διατροφικό μοντέλο και στις συνήθειες του κάθε ασθενούς ξεχωριστά.
Ο θεραπευτικός στόχος στην περίπτωση της ολιστικής προσέγγισης, είναι ξεκάθαρα το αίτιο της νόσου και η ποιότητα ζωής του ασθενούς και όχι τα συμπτώματα που η νόσος προκαλεί.
Dr Κωνσταντίνος Τέμπος MDΡευματολόγος - Παιδορευματολόγος
Ολιστικός Ιατρός
- Category
- Νοσήματα

