Ο υπερθυρεοειδισμός είναι μια ενδοκρινική διαταραχή κατά την οποία ο θυρεοειδής αδένας παράγει περίσσεια θυρεοειδικών ορμονών (κυρίως Τ3 και Τ4), προκαλώντας επιτάχυνση του μεταβολισμού και διαταραχές σε πολλαπλά συστήματα του οργανισμού.
Ο θυρεοειδής είναι ένας μικρός αλλά πολύ σημαντικός αδένας, σε σχήμα πεταλούδας, που βρίσκεται στη βάση του λαιμού και ρυθμίζει βασικές λειτουργίες όπως τον καρδιακό ρυθμό, την θερμοκρασία του σώματος, το βάρος και την ενεργειακή ισορροπία.
Αίτια υπερθυρεοειδισμού
- Η νόσος του Graves, μια αυτοάνοση κατάσταση όπου ο οργανισμός παράγει αντισώματα που διεγείρουν υπερβολικά τον θυρεοειδή.
- Οι τοξικοί όζοι του θυρεοειδούς (πολυοζώδης τοξική βρογχοκήλη ή τοξικό αδένωμα), οι οποίοι παράγουν ανεξέλεγκτα ορμόνες.
- Η υποξεία θυρεοειδίτιδα, που συχνά ακολουθεί ιογενή λοίμωξη.
- Η υπερβολική λήψη ιωδίου ή θυρεοειδικής ορμόνης.
- Η φαρμακευτική επαγωγή, από φάρμακα όπως η αμιοδαρόνη.
Συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού
Τα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού είναι αποτέλεσμα της υπερδραστηριότητας του μεταβολισμού και περιλαμβάνουν :
απώλεια βάρους παρά αυξημένη όρεξη, νευρικότητα, ευερεθιστότητα, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών, εφίδρωση, αδυναμία, τρόμο (τρέμουλο) στα χέρια, διαταραχές ύπνου, διάρροια, διαταραχές έμμηνης ρύσης και αλλαγές στη διάθεση. Σε προχωρημένες περιπτώσεις ή σε σοβαρή μορφή, μπορεί να εμφανιστεί θυρεοτοξική κρίση, μια επείγουσα και απειλητική για τη ζωή κατάσταση.
Διάγνωση υπερθυρεοειδισμού
Η διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού βασίζεται σε αιματολογικές εξετάσεις, όπου παρατηρείται χαμηλή TSH και αυξημένες FT3 και FT4. Συμπληρωματικά, διενεργούνται υπερηχογράφημα θυρεοειδούς, σπινθηρογράφημα για τον εντοπισμό λειτουργικά ενεργών όζων, καθώς και έλεγχος αντισωμάτων για την επιβεβαίωση της νόσου Graves.
Αντιμετώπιση υπερθυρεοειδισμού
Η αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού εξαρτάται από την αιτία, την ηλικία του ασθενούς και τη γενική του κατάσταση. Οι βασικές θεραπευτικές επιλογές είναι:
- Αντιθυρεοειδικά φάρμακα (π.χ. μεθιμαζόλη, προπυλοθειουρακίλη), τα οποία αναστέλλουν την παραγωγή ορμονών.
- Ραδιενεργό ιώδιο, που καταστρέφει επιλεκτικά τα υπερλειτουργικά κύτταρα του θυρεοειδούς.
- Χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς (μερική ή ολική θυρεοειδεκτομή), σε περιπτώσεις μεγάλων βρογχοκηλών, όζων ή αντενδείξεων για άλλες θεραπείες.
- Β-αναστολείς, όπως η προπρανολόλη, που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων (ταχυκαρδία, τρόμος κ.ά.) χωρίς να επηρεάζουν άμεσα την θυρεοειδική λειτουργία.
Η πρόγνωση του υπερθυρεοειδισμού είναι καλή, εφόσον διαγνωστεί εγκαίρως και αντιμετωπιστεί κατάλληλα. Παρ’ όλα αυτά, η θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε υποθυρεοειδισμό, ο οποίος αντιμετωπίζεται με δια βίου χορήγηση λεβοθυροξίνης. Η τακτική παρακολούθηση από ενδοκρινολόγο είναι αναγκαία για την προσαρμογή της θεραπείας και την αποφυγή επιπλοκών.
Η πρόληψη αφορά κυρίως την έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων και τον περιοδικό έλεγχο της θυρεοειδικής λειτουργίας, ιδιαίτερα σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό, αυτοάνοσα νοσήματα ή χρήση φαρμάκων που επηρεάζουν τον θυρεοειδή.
Dr Κωνσταντίνος Τέμπος MDΡευματολόγος - Παιδορευματολόγος
Ολιστικός Ιατρός
- Category
- Νοσήματα

